τριχοκόμος

τριχοκόμος
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τῶν τριχῶν ἐπιμελούμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο-κόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”